- πράτιγο
- το(λ. ιταλ.), η ελεύθερη επικοινωνία των επιβατών πλοίου με τους κατοίκους ξένου τόπου, η ελευθεροκοινωνία: Οι επιβάτες του πλοίου ρώτησαν τον κυβερνήτη, αν υπάρχει πράτιγο στο λιμάνι που έφτασαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.